- Σιμιας
- Σιμίας-ου ὅ Xen. = Σιμμίας См. Σιμμιας
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σιμίας — ο, Ν ζωολ. γένος πιθήκων τής Ινδονησίας, που απειλείται με εξαφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. simia «πίθηκος»] … Dictionary of Greek